δούρατ'

δούρατ'
δούρατα , δόρυ
stem
neut nom/voc/acc pl (epic)
δούρατι , δόρυ
stem
neut dat sg (epic)
δούρατε , δόρυ
stem
neut nom/voc/acc dual (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • τρωοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τους Τρώες («τρωοφθόρα δούρατ Ἀχαιῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς, Τρωός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. Γιγαντο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”